- ὑπηνέμιον
- ὑπηνέμιοςliftedmasc/fem acc sgὑπηνέμιοςliftedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπηνέμιος — και δωρ. τ. ὑπανέμιος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.) 2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον… … Dictionary of Greek
SPURIUS — I. SPURIUS inter praenomina antiquorum, duabus literis notatur Sp. quasi sine patre; quemadmodum in Problematis Plut. indicavit. SP. Carbilius, dedit Romanis literam G. primusque dicitur ludum aperuisse. SP. Carvilius Maximus, Consul, an. Urb.… … Hofmann J. Lexicon universale